-
1 υποτακτικόν
-
2 ὑποτακτικόν
-
3 υποτακτικος
I3грам.1) подчиненныйὑποτακτικὸν ἄρθρον — подчиненный член, т.е. относительное местоимение (ὅς, ἥ, ὅν);
ὑποτακτικὸν φωνῆεν — неслоговой (второй) гласный дифтонга2) подчиняющий3) сослагательныйὑποτακτικέ ἔγκλισις или ὑποτακτικὸν ῥῇμα — сослагательное наклонение
IIὅ грам. сослагательное наклонение, субъюнктив, конъюнктив -
4 αρθρον
τό1) член тела(συνάπτειν ἄρθρον ἄρθρῳ Plat.; ἄρθρα χειρός Arst.)
ποδός ἄ. Soph. — нога;ἄρθρα τῶν κύκλων Soph. — глаза;ἄρθρα στόματος Eur. — уста2) сочленение, сустав(ὅ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.)
3) орган(φωνῆς Arst.)
4) pl. половые органы Her., Arst.5) грам. (тж. ἄ. προτακτικόν Arst.) грамматический член6) грам. «незнаменательное», т.е. служебное слово(φωνέ ἄσημος Arst.)
, т.е. предлог (напр. περί), вводное слово (напр. φημί) и т.п.ἄ. ὑποτακτικόν — подчинительное слово
-
5 ὑποτακτικός
A post-positive, necessarily placed after something with which it is combined, e.g. μοι, opp. ὑποτασσόμενος (capable of being placed after, e. g. ἐμοί), A.D.Pron.35.22, cf. Adv. 126.21; ὑ. συλλαβαί, e.g. γμ, κμ, χμ, Id.Synt.7.9, cf. 58.3; ὑ. φωνῆεν a vowel which must come second in a diphthong, EM203.47, al.; στοιχεῖα (i.e. ι and υ) D.T.631.8; οὐχ ὑ. τῷ ν ¯ τὸ π ¯, π cannot follow ν, D.H.Comp.22. Adv. -κῶς, opp. προτακτικῶς, A.D. Synt.227.15.2 ὑ. ἄρθρον, i.e. ὅς, ἥ, ὅ, D.T.640.6, A.D.Pron. 110.14, Greg.Cor.p.385 S.;τὸ ὅς ὑποτακτικόν Ath.11.493b
;ὑ. σύνταξις τῶν ἄρθρων A.D.Synt.87.2
.3 of Verbs, ὑ. ἔγκλισις subjunctive mood, D.T.638.8, A.D.Synt.246.15, al.; τὰ καλούμενα ὑ. ῥήματα verbs in the subjunctive, ib.265.25, cf. Conj.243.13, 244.18, al.; ἐὰν τοῦτο -κὸν ᾖ if this is subjunctive, Phryn.337; ὑ. σύνδεσμος conjunction requiring the subjunctive, Thom.Mag.p.132 R.4 -τακτικόν, τό, a charm for bringing people into subjection, PMag. Lond.121.940; ὑ. Ἀπόλλωνος ib.124.36.5 ὑποτακτικὰ ζῴδια the feminine ζῴδια, i.e. even numbers beginning with Taurus, Cat.Cod.Astr.1.165, 5(1).187.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτακτικός
См. также в других словарях:
ὑποτακτικόν — ὑποτακτικός post positive masc acc sg ὑποτακτικός post positive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτακτικός — ή, ό / ὑποτακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, ή, ό, Ν [ὑποτάσσω] το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική γραμμ. η έγκλιση τού ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ … Dictionary of Greek